ὑπόπετρος

ὑπόπετρος
ὑπόπετρος, ον,
A rocky,

γῆ Hdt.2.12

, Thphr.CP3.20.5, PTeb.72.14 (ii B. C.), cf. Str.16.2.36;

χωρία Dsc.4.33

.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ὑπόπετρος — rocky masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπόπετρος — ον, Α (για έδαφος, για γη) ο κάπως πετρώδης («τὴν δὲ Ἀραβίην τε καὶ Συρίην ἀργιλωδεστέρην τε καὶ ὑπόπετρον ἐοῡσαν», Ηρόδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο) * + πετρος (< πέτρα), πρβλ. περί πετρος] …   Dictionary of Greek

  • ὑπόπετρον — ὑπόπετρος rocky masc/fem acc sg ὑπόπετρος rocky neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποπέτροις — ὑπόπετρος rocky masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑποπέτρου — ὑπόπετρος rocky masc/fem/neut gen sg ὑ̱ποπέτρου , ὑποπετρόω change into stone imperf ind act 3rd sg ὑποπετρόω change into stone pres imperat act 2nd sg ὑποπετρόω change into stone imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὑπόπετρα — ὑπόπετρος rocky neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέτρα — I Oνομασία διαφόρων αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη της αρχαίας μακεδόνικης Πιερίας, χτισμένη πάνω σε ψηλό και απότομο βράχο στα Στενά της Πέτρας, που σχηματίζουν τα Καμβούνια όρη και ο Όλυμπος. Είναι άγνωστο πότε χτίστηκε. Έχουν σωθεί ερείπια από σπίτια …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”